- παγκάρπεια
- παγκάρπεια ή παγκαρπία, ἡ (ΑΜ) [πάγκαρπος]1. μίγμα διαφόρων καρπών που προσφερόταν ως άπυρη θυσία2. (γενικά) καρποί κάθε είδουςαρχ.1. στην Αλεξάνδρεια) είδος πίτας2. φρ. «παγκαρπία μελιττούτα» — μίγμα διαφόρων καρπών με μέλι.
Dictionary of Greek. 2013.